Η μεταφορά έγινε σε χρόνο δευτερολέπτων από την Κυρία Nina. Την ευχαριστώ θερμά!
http://kyrmanouil.wordpress.com/
Άμα τρελό με λέτε, τόσο τρελός δεν είμαι να το αρνηθώ!
Kαθ’ οδόν
Εν δε τω πορεύεσθαι εγένετο αυτόν εγγίζειν τη Δαμασκώ.
Οι δρόμοι, πράγματι, λένε τόσο πολλά για τους ανθρώπους. Λες και το ύψος του βλέμματός τους προδίδει το ανάπτυγμα του εαυτού τους. Ο περίκλειστος στο καβούκι του κοιτάζει συνήθως το πεζοδρόμιο. Ο ταγμένος στον σκοπό του κοιτάζει μόνο ίσια μπροστά, με το καβούκι του οικονομικά ανοιγμένο ίσα ίσα για τις ανάγκες που υπηρετούν τον στόχο του. Όσο για κείνους με το λυτό στα ύψη βλέμμα, λες και βγήκαν στον δρόμο για να παραδοθούν στον υπέρτατο εκείνο κίνδυνο, στην εμπιστοσύνη, αφήνοντας έστω και για λίγο πίσω τους τον εαυτό τους σαν άχρηστο καυκί.
Δεν είναι απλό να βλέπει κανείς. Οι δρόμοι μάς το μαθαίνουν. Περπατάς σ’ έναν δρόμο χιλιοπερπατημένο και ξάφνου το βλέμμα σου ξεφεύγει λίγο ψηλώτερα και ω του θαύματος δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι. Είναι σαν ν’ αντικρίζεις τούτον τον δρόμο για πρώτη φορά. Τούτη η πρόσοψη ήταν τόσα χρόνια εδώ; αναρωτιέσαι. Σάμπως η ευθεία του καθημερινού σου βλέμματος να τέμνει τον κόσμο στα δύο.
Για τους περισσότερους από εμάς, τους ανθρώπους των ταγμένων σκοπών, οι δρόμοι κατά κανόνα οδηγούν από τον ένα κλειστό χώρο στον άλλο. Τείνουμε να βλέπουμε μόνο αυτό στο οποίο αποβλέπουμε σε μια στενή λουρίδα του χρόνου και η πεπατημένη οδός μάς πάει εκεί κουμπωμένους και εφτασφράγιστους. O ταγμένος σκοπός είχε ανέκαθεν μια ταραγμένη σχέση με τα μέσα, στην ουσία σιχαίνεται τον δρόμο που οδηγεί σ’ αυτόν. Αν ήταν στο χέρι του θα καταργούσε όλους τους δρόμους. Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία αρκείται στην όσο το δυνατόν συντόμευσή τους. Γιατί οι δρόμοι διασχίζουν κατ’ ανάγκην το ανοιχτό, και κάθε ανοιχτό ενέχει το ρίσκο μιας ανατρεπτικής συνάντησης. Οι δρόμοι ενέχουν ειρωνικά από την φύση τους την μόνιμη πρόκληση της παρέκκλισης (που την συγχωρούμε σε ασθενείς, οδοιπόρους και άλλους του δρόμου), συνομωτούν κρυφά με την άνοιξη του χρόνου και τις φυγές του και άρα με το ανοικονόμητο και το ανέλπιστο, το δωρεάν. Άγουν, βέβαια, τους σκοπούς, αλλά κρύβουν και ληστές που απάγουν ενίοτε το κομπόδεμά μας ή ακόμη και την ζωή μας. Ίσως να μην είναι τυχαίο ότι οι δρόμοι έχουν διανοίξει οφθαλμούς, έχουν γεννήσει πρωτόφαντες ιδέες, ερωτικές λαχτάρες για την άπιαστη ομορφιά, έχουν εμπνεύσει εξαίσιους στίχους, φονικά και απάτες, μουσικές φράσεις και μυθιστορήματα, έχουν αναπαύσει τυραννισμένες καρδιές και κεφαλές, έχουν σφραγίσει ή ανατρέψει κρίσιμες αποφάσεις, έχουν στεγάσει αποστόλους και μεγάλους αμαρτωλούς, δια Χριστόν σαλούς, street dancers και άλλους απλώς καλοκάγαθους. Ποιος ξέρει, ίσως οι δρόμοι να αναβάλλουν επ’ αόριστον την σύγκλειση των κλειστών χώρων, τον εφιάλτη μιας απόλυτης συμπάγειας των σκοπών, κρατώντας με τα δόντια ανοιχτό τον ελάχιστο εκείνο υπερ-βατικό τόπο και χρόνο που απαιτείται για να πλανηθεί άσκοπα ένα βλέμμα.
Φωτισμός: Μιχάλης Σαμιώτης
Ηχητικά: Νίκος Παντελούς
Δημιουργώ τον κόσμο μου. Αυτός ο κόσμος δεν δηλώνει τίποτα ασυνήθιστο. Υπάρχει απλώς, δεν έχει καμία άλλη έννοια. Νομίζω δε πως τα σύμβολα και οι αλληγορίες ληστεύουν τον καλλιτέχνη. Ο δημιουργός πλάθει εικόνες που εκφράζουν, αποκαλύπτουν τη ζωή όπως ακριβώς είναι. Δεν πρόκειται για μύθους σαν αυτούς του Αισώπου. Ένας τέτοιος τρόπος εργασίας θα ήταν πάρα πολύ πρωτόγονος όχι μόνο για τη σύγχρονη τέχνη αλλά για την τέχνη οποιασδήποτε εποχής. Η εικόνα περιέχει ένα άπειρο εννοιών ακριβώς όπως η ζωή φέρει εντός της άπειρο εννοιών. Μια εικόνα που μεταμορφώνεται σε σύμβολο δεν μπορεί να αναλυθεί. Όταν δημιουργώ τις εικόνες μου δεν χρησιμοποιώ κανένα συμβολισμό οποιουδήποτε είδους. Θέλω να δημιουργήσω μια εικόνα, όχι ένα σύμβολο. Γι’ αυτό δεν πιστεύω στις ερμηνείες των υποτιθέμενων εννοιών των εικόνων μου. Δεν ενδιαφέρομαι για τα στενά πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα. Θέλω να δημιουργήσω τις εικόνες που θα άγγιζαν την ψυχή του θεατή μέχρι ενός ορισμένου βαθμού. Γι’ αυτό στις ταινίες μου λέω συγκεκριμένες και μόνο ιστορίες και όχι κάποιες άλλες.
Το πολύ αγαπητό μου golem με καλεί πάντα να συμμετάσχω στα παιχνίδια της. Τελευταία μου έστειλε μήνυμα καλώντας με πάλι να μοιραστώ κι εγώ την χαρά ενός νέου παιχνιδιού.
Καταλαβαίνουμε απ’ ό,τι μας λεν πώς προορισμός είναι τα βήματά μας στην ατραπό της καθαρής ερμηνείας των αισθήσεων, αλλά προσέχοντας στο κείμενο των Γραφών, καταλαβαίνουμε και κάτι άλλο ανυπολόγιστο. Ακριβώς εκείνο που κάνει ώστε μέσα στη μνήμη μας η διδαχή να σχηματίζει πότε ένα μέλος και πότε ολόκληρο το σώμα του ανθρώπου, ώστε με πλήρη εμπιστοσύνη και αδίστακτα να παραδινόμαστε στα λόγια τους, σαν στην ευρύτερη και θερμότερη αγκαλιά. Προορισμός λοιπόν μπορούμε τελικά να πούμε, είναι η εύρεση του σώματος του άλλου με τον οποίο προσομιλούμε εσωτερικά. Ίσως να μην έφθανα ποτέ να ομιλήσω έτσι, παραδεχόμενος ανυπόκριτα τα λόγια που είπαν εδώ, στον τόπο μας, οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, αν το φαινόμενο της αντήχησης του χαρτονένιου κουτιού, εξεγείροντας την αφή των δακτύλων, δεν μου θύμιζε ταυτόχρονα έντονα, την αφή της άλλης ύπαρξης που στέκει από δίπλα, το σώμα το πτωχό, που έκαιγε την Τρίτη από πυρετό, όταν πήγα προς επίσκεψη, συναποκομίζοντας κατά την επιστροφή μου, αντίς για θάνατο και απελπισία, ένα ευώδες τριαντάφυλλο πάνω στην καρδιά μου.
Πῶς θὰ νιώσουμε τὴ γεωγραφία χωρὶς τὶς πρωτεύουσες
(ἐγὼ κύριοι, τὴ διασκεδάζω τὴν ἀποτυχία μου στὴν ὕπαρξη)
νομίζω ὅμως πὼς ὁ χάρτης ἀγνοεῖ τὰ μοιρολόγια μας
τὶς πεπτικὲς διαδικασίες τῶν ἀγαθῶν μουσουλμάνων
(ἔ, δὲν τὴ φανταζόμουνα μιά τέτοια φράση)
λέγε καϋμένε τί στοιχίζει μετὰ θάνατον ἡ ὁμιλία
τί νὰ τρῶν τὸν Αἰσχύλο τὰ σκουλήκια
τί τὸ Λάμπρο Πορφύρα…
Γιὰ κουτοὺς ἡ δόξα ψάχνει γιὰ κλινήρεις τοῦ πνεύματος.
Τί εἲν’ ὁ ἴδιος ὁ Σαίξπηρ ἀγνάντια στοὺς ἁγίους
ὁπού κρατοῦν ἀγκαλιὰ τους τὶς κορφὲς στὰ Ἰμαλάια…
Στὸ ἀνύπαρχτο κατατείνω
ἀδιάφορος κι ἀναντίρρητος.
Κρατώ την σκυτάλη και θα την παραδώσω μετά το επιδόρπιο.Ἄνοιξη 1999
Μοῦ ζητοῦν ν’ἀλλάξω συμπάθειες
στὸ ὄνομα τοῦ γραπτοῦ φωτὸς ποὺ κανέναν δὲν φώτισε
Μοῦ ζητοῦν νὰ στήσω τὸ μυαλὸ στὴν καρδιά μου
ποὺ μοῦ δίνει δικαίωμα νὰ ξεγράψω
Μοῦ ζητοῦν νὰ ξεχάσω
πὼς ἡ ζωὴ εἶναι τὸ φύραμα τοῦ θανάτου.
Τὴν ζωή μου τὴν ἔζησα
τὸν παράδεισο τῆς ἀλήθειας τὸν βρῆκα
μόνο στοὺς οἴκους ἀνοχῆς καὶ τὰ λοιπὰ μοναστήρια,
Γιατί μόνον ἐκεῖ προσκυνοῦν ἀκόμη τὸν ἥρωα,
μόνον ἐκεῖ μιλοῦν στοὺς προγόνους,
μ’ ἕνα γέλιο σὰν δάκρυ στὰ μάτια,
Ξέροντας πὼς ὁ χρόνος τους εἶναι τῆς παλιᾶς ἁμαρτίας